* Τα ονόματα των ατόμων έχουν αλλάξει για λόγους ασφαλείας
ΠΕΣΑΒΑΡ – Λίγες μέρες πριν, επισκέφθηκα ένα νοσοκομείο στη Πεσαβάρ για να συναντήσω ανθρώπους από τη Βορειοδυτική Συνοριακή Επαρχία οι οποίοι είχαν τραυματιστεί και στη συνέχεια έχασαν τα σπίτια τους. Οι ιστορίες τους δεν κάνουν πρωτοσέλιδα, σε αντίθεση με τους αριθμούς των εκτοπισμένων, ή τους αριθμούς των μαχητών που σκοτώθηκαν. Είναι ωστόσο ένα κομμάτι της ανθρώπινης ιστορίας μας. Δεν είχα σαφή ιδέα στο μυαλό μου για το τι θα αντίκριζα όταν θα πήγαινα στο νοσοκομείο. Περίμενα ακρωτηριασμούς και κατάγματα. Αντί για αυτά, είδα σώματα εντελώς καμένα, ανοιχτές πληγές, πρόσωπα παιδιών που είχαν χάσει τη φυσική χρωμάτωσή τους, τα καμένα πόδια ενός μωρού. Άκουσα το κλάμα των γυναικών και των παιδιών που υπέφεραν από τον πόνο.
Η Σάπλα* είναι μια νεαρή μητέρα από το Μπαλογκράμ που βρίσκεται στην κοιλάδα του Σουάτ. Η οικογένεια της εξέτρεφε αγελάδες παραγωγής γάλακτος και άλλα ζώα. Σήμερα, η 25χρονη Σάπλα βρίσκεται σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου με τα τρία επιζώντα παιδιά της. Η πλάτη και το στήθος της έχουν ραγίσει και έχουν σοβαρά εγκαύματα. Έχει ανοιχτές πληγές στα πόδια και τα χέρια της και το πρόσωπό της είναι μελανιασμένο. Η 16χρονη κουνιάδα της κάθεται σε μια γωνιά, υποφέροντας από τον πόνο και μιλώντας στον εαυτό της ασυνάρτητα.
Βαριανασαίνοντας, η Σάπλα ανακαλεί τι συνέβη. "Ήταν σούρουπο. Ήμασταν εννιά άτομα σε ένα δωμάτιο και διαβάζαμε προσευχές. Ο άντρας μου και ο πατέρας μου άρμεγαν τις αγελάδες έξω στο χωράφι. Η πεθερά μου ήταν μαζί μου στο δωμάτιο και έφτιαχνε ψωμί. Η πρώτη βόμβα έπεσε μπροστά στο σπίτι. Αμέσως μετά, μια δεύτερη και τρίτη βόμβα χτύπησαν το δωμάτιο στο οποίο βρισκόμασταν."
Η Σάπλα μου είπε ότι βρισκόταν σε σύγχυση. "Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Δε μπορούσα να δω τίποτα αρχικά. Τα ρούχα μου έπιασαν φωτιά. Ήμουν σα μια μπάλα φωτιάς. Η στέγη κατέρρευσε. Ήθελα μόνο να βγω έξω. Οι άνθρωποι του χωριού έτρεξαν αμέσως να μας βοηθήσουν. Με τύλιξαν σε υφάσματα. Ένιωθα το δέρμα μου να καίγεται. Ήταν ανυπόφορο.»
Η οικογένεια έκανε την καταμέτρηση και συνειδητοποίησε το χειρότερο. «Η τρίχρονη κόρη μου, η Σάλμα *, η πεθερά μου, η Τζοχάρα* και ο κουνιάδος μου, ο Μοχάμαντ* ήταν νεκροί. Θα μπορούσα να αντέξω τον πόνο,» είπε η Σάπλα με αναφιλητά, «αν η κόρη μου ήταν ζωντανή.»
Η Σάπλα μου έδειξε τα τρία παιδιά της που επέζησαν. Είχαν καεί και το δέρμα τους είχε αποχρωματιστεί. «Ο μικρότερος γιος μου, ο Τζούμα*, είναι δύο χρονών*. Τα ποδαράκια του έχουν καεί», είπε η μητέρα του ενώ το αγοράκι έκλαιγε. Η εφτά μηνών Ζάιμα* έκλαιγε και εκείνη καθώς η αδερφή της Σάπλα προσπαθούσε να τη θηλάσει με ξένο γάλα. Η Πασμίνα, η εφτάχρονη κόρη της, κοιτούσε την οικογένειά της χαμένη σε σκέψεις.
Μετά το βομβαρδισμό, η Σάπλα πέρασε όλο το βράδυ υποφέροντας από τους πόνους. Η οικογένεια δε μπορούσε να μεταφερθεί αμέσως σε νοσοκομείο γιατί η κυκλοφορία απαγορεύοταν και οι μετακινήσεις ήταν επικίνδυνες. Έμειναν στο σπίτι ενός γείτονα περιμένοντας βοήθεια. Εν τέλει, οι στρατιώτες τους επέτρεψαν να χρησιμοποιήσουν ένα ιδιωτικό όχημα για να μεταφέρουν τους τραυματισμένους στο νοσοκομείο στην Πεσαβάρ. «Φτάσαμε στο νοσοκομείο την επόμενη μέρα στις 11:00μμ,» θυμάται η Σάπλα, 24 ώρες αφότου η βόμβα κατάστρεψε το σπίτι τους.
Στο νοσοκομείο έπλυναν τις πληγές τους και τους έδωσαν ισχυρά αναλγητικά και ληγμένα αντιβιοτικά. Μερικές μέρες πριν, όμως, οι γιατροί σταμάτησαν να χορηγούν παυσίπονα εξαιτίας παρενεργειών, όπως συνεχιζόμενοι εμετοί και κίνδυνος εξάρτησης. Η Σάπλα εξακολουθεί να υποφέρει από τον πόνο.«Τα νοσοκομεία στην Πεσαβάρ δε διαθέτουν ειδικές μονάδες για αυτούς που υποφέρουν από εγκαύματα», είπε ο Αριφ* ο άντρας της Σάπλα, ο οποίος υποφέρει από εγκαύματα μικρού βαθμού. «Θέλουμε να τη μεταφέρουμε στο νοσοκομείο Καριάν στο Παντζαμπ γιατί εκεί έχουν εξειδικευμένη μονάδα. Είναι όμως τόσο ακριβά, είναι ιδιωτικό νοσοκομείο και εμείς απλά δεν έχουμε τα οικονομικά μέσα.»
Όταν τους επισκέφθηκα, η Σάπλα άκουγε τη μητέρα της που απήγγειλε το Κοράνι. Εκτοπισμένες οικογένειες σαν τη δική της αποτελούν πρόκληση για την Ύπατη Αρμοστεία. Η Ισαμπέλ Ριβολέ είναι Υπεύθυνη Προστασίας στο γραφείο της Υ.Α. στην Πεσαβάρ. «Η άμεση ανταπόκριση βασίζεται στη σωστή ιατρική φροντίδα,» σχολιάζει για τους τραυματισμένους και εκτοπισμένους. «Οι ανάγκες τους όμως, όπως και οι οικογένειες τους, πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσα στο πλαίσιο του εκτοπισμού.»
Η Ριβολέ λέει πως η Υ.Α. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αρχίζει με την καταγραφή των εκτοπισμένων, καθώς «αυτό επιτρέπει τη συνεχιζόμενη παρακολούθηση τους από τη στιγμή που μπαίνουν στο νοσοκομείο μέχρι να γυρίσουν σπίτι». Λέει επίσης πως η Υ.Α. και οι άλλοι οργανισμοί προστασίας δουλεύουν για τον εντοπισμό τέτοιων ευάλωτων περιπτώσεων με σκοπό να δώσουν συγκεκριμένη βοήθεια ανακούφισης, συμπεριλαμβανόμενης της ψυχολογικής στήριξης, καθώς και δραστηριοτήτων παραγωγής εισοδήματος.
Εν τω μεταξύ, η Σάπλα δεν κατηγορεί κανέναν για αυτό που της συνέβη, αλλά παραδέχεται ότι χρειάζεται χρόνος για να γιατρευτεί. «Ήταν απλά θέλημα Θεού να το περάσουμε αυτό», είπε. Δεν αισθάνομαι θυμωμένη, αλλά δε θέλω να επιστρέψω στο Σουάτ τώρα. Έχω ανάγκη να νιώσω καλύτερα. Επίσης, εκεί δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρισμός, ούτε νερό, ούτε υποδομές υγείας.» Ωστόσο, «εδώ στην Πεσαβάρ έχει πολύ ζέστη. Στο Σουάτ ήταν πολύ πιο δροσερά”, παραδέχεται.
Της Hélène Caux, Πεσαβάρ, Πακιστάν
(από την επίσημη σελίδα της Ύπατης Αρμοστείας)